- τεχνολογικώς
- τεχνολογικῶς ΝΜΑβλ. τεχνολογικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < τεχνολογία, μέσω ενός αμάρτυρου στην Αρχαία επιθ. *τεχνολογικός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τεχνολογικός — ή, ό, Ν [τεχνολογία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τεχνολογία (α. «τεχνολογική εξέλιξη» β. «τεχνολογικός εξοπλισμός») 2. το ουδ. ως ουσ. το τεχνολογικό το μέρος τής γραμματικής στο οποίο εκτίθενται οι κανόνες σχηματισμού τών λέξεων. επίρρ … Dictionary of Greek